- φιλοσοβιετικός
- -ή, -ό, Ναυτός που εξυπηρετεί τα συμφέροντα τής Σοβιετικής Ένωσης, ο ευνοϊκά διακείμενος απέναντι στην Σοβιετική Ένωση ή στους Σοβιετικούς.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + σοβιετικός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλοσοβιετικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που εξυπηρετούσε τα συμφέροντα της Σοβιετικής Ένωσης: Φιλοσοβιετική πολιτική. 2. αυτός που γινόταν σε έκφραση αγάπης προς τη Σοβιετική Ένωση ή τους Σοβιετικούς: Φιλοσοβιετικές εκδηλώσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)